ψυχαλγής

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχαλγής: -ές, ἀλγεινὸς εἰς τὴν ψυχήν, βλεφάρων ψυχαλγέα νοῦσον Ἀνθ. Π. 1. 90. - ῥῆμ. ψυχαλγέω, Θ. Στουδ. σ. 768. ἔκδ. Μi.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που προκαλεί ψυχικό άλγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. θυμαλγής].

Russian (Dvoretsky)

ψῡχαλγής: причиняющий душевные страдания, терзающий душу (νοῦσος Anth.).