ὠτάριον

From LSJ
Revision as of 06:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠτάριον Medium diacritics: ὠτάριον Low diacritics: ωτάριον Capitals: ΩΤΑΡΙΟΝ
Transliteration A: ōtárion Transliteration B: ōtarion Transliteration C: otarion Beta Code: w)ta/rion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of οὖς,

   A a little ear, Anaxandr.43; ὠτάρι' ὕεια Alex.110.16; later simply = οὖς, AP11.75 (Lucill.); Ev.Jo.18.10.    II metaph., handle of a vessel, Parth. ap. Ath.11.783c; ὠτάρια κάδου IG7.3498.18 (Oropus, iii B. C.), cf. BGU781i15, Inscr.Délos 421.54 (ii B. C.).    III the ormer or Haliotis, Ath.3.87f.

Greek (Liddell-Scott)

ὠτάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ οὖς, μικρὸν οὖς, Ἀναξανδρίδης ἐν «Σατυρίᾳ» 1, Ἀνθ. Π. 11. 75· ὠτάρι’ ὕεια Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 16. ΙΙ. μεταφορ., λαβὴ ἀγγείου, Ἀθήν. 783Β. 2) ὀστρακόδερμόν τι ὅμοιον λεπάδι, αὐτόθι 87F, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 150, 157.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de οὖς.

Greek Monolingual

τὸ, Α
υποκορ.
1. μικρό αφτί, αφτάκι
2. λαβή αγγείου
3. είδος οστρακόδερμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, ὠτός «αφτί» + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδ-άριον)].

Greek Monotonic

ὠτάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του οὖς, μικρό αυτί, αυτάκι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὠτάριον: (ᾰ) οὖς τό ушко Anth.