διαρραίνω
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
English (LSJ)
pf.
A διέρραγκα LXX Pr.7.17:—sprinkle, κόνιν Philostr. Gym.56; shed, ἀκτῖνας Lyd.Ost.10a; besprinkle, LXX l. c.; purify by lustration, οἰκίην IG12(5).593A17(Ceos, Pass.):—Pass., ἀφρῷ ἡ γῆ διέρρανται Philostr.Im.7.27:—also intr. in Act., Lyd.Ost.9b. II Pass., to be diffused, dissipated, S.Tr.14, Arist.Mete.341a30.
French (Bailly abrégé)
pf. διέρραγκα;
faire jaillir de côté et d’autre ; Pass. jaillir de tous côtés.
Étymologie: διά, ῥαίνω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): διαραίνω Sokolowski 3.96A.14, 17 (Ceos V a.C.), Gloss.2.273
• Morfología: [perf. διέρραγκα LXX Pr.7.17]
I tr.
1 esparcir, desparramar τὴν κόνιν ... τοῖς δακτύλοις Philostr.Gym.56, τὸν ἐγκέφαλον ... τῇ γῇ Thdt.HE 5.37.9, ὁ καὶ ἱππεὺς καλούμενος ... διαρραίνων τὰς ἀκτῖνας de un cometa, Lyd.Ost.10a.
2 esparcir, espolvorear c. ac. y dat. διέρραγκα τὴν κοίτην μου κρόκῳ he espolvoreado mi cama con azafrán LXX Pr.l.c., τὸ πότον διάρραινε ἀλεύρῳ Hippiatr.5.5, en v. pas. ἀφρῷ δὲ ἡ γῆ διέρρανται Philostr.Im.1.27.
3 asperger, purificar con aspersiones como parte de un ritual funerar. δ. τὴν οἰκίην ... θαλάσσῃ Sokolowski 3.96A.14 (Ceos V a.C.), en v. pas. ἐπὴν διαρανθῇ, καθαρὴν ɛ̄ναι τὴν οἰκίην ib.17.
II intr. esparcirse, desparramarse διαρραινούσας τῶν νεφῶν τὰς ἀκτῖνας esparciéndose los rayos desde las nubes Lyd.Ost.9b, cf. Gloss.l.c., tb. en v. med. ἐκ δὲ δασκίου γενειάδος κρουνοὶ διερραίνοντο desde su barbudo mentón se desparramaban chorros de agua S.Tr.14, διὰ τὸ ... πῦρ ... διαρραίνεσθαι τῇ κινήσει por esparcirse el fuego por el movimiento Arist.Mete.341a30, cf. Phlp.in Mete.45.26, 29.
Greek Monolingual
(AM διαρραίνω)
1. ραντίζω σε όλη την έκταση
2. περιρραίνω
3. χύνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαρραίνω [διά, ῥαίνω] pass. alle kanten op spetteren.