κατακήομεν
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
A v. κατακαίω.
Greek (Liddell-Scott)
κατακήομεν: ἴδε κατακάω.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. sbj. prés. épq. de κατακαίω.
Greek Monotonic
κατακήομεν: Επικ. αντί -κήωμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του κατακαίω.
Russian (Dvoretsky)
κατακήομεν: эп. (= κατακήωμεν) 1 л. pl. conjct. к κατακαίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατακήομεν ep. aor. pass. conj. 1 plur. van κατακάω.