κατολοφύρομαι

From LSJ
Revision as of 07:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατολοφύρομαι Medium diacritics: κατολοφύρομαι Low diacritics: κατολοφύρομαι Capitals: ΚΑΤΟΛΟΦΥΡΟΜΑΙ
Transliteration A: katolophýromai Transliteration B: katolophyromai Transliteration C: katolofyromai Beta Code: katolofu/romai

English (LSJ)

[ῡ], aor. 1 -ωλοφῡράμην Diog.Oen.1:—

   A bewail, c.acc., E.IT644 (lyr.), X.Cyr.7.3.16; τινῶν τὸν βίον Diog.Oen.l.c.; κ. πολλὰ ἑαυτόν D.H.5.12: abs., E.Or.339 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1403] med., bejammern; τινά, Eur. I. T. 642; Xen. Cyr. 7, 3, 16 u. öfter bei Sp., wie Pol. 4, 54, 4; πολλὰ ἑαυτόν D. Hal. 5, 12.

Greek (Liddell-Scott)

κατολοφύρομαι: ἀποθ., θρηνῶ, ὀδύρομαι διά τινα, μετ’ αἰτ., Εὐρ. Ὀρ. 339, Ι. Τ. 642, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 13· πολλὰ κατολοφυρόμενος ἑαυτὸν Διον. Ἁλ. 5. 12.

French (Bailly abrégé)

se lamenter sur, acc..
Étymologie: κατά, ὀλοφύρομαι.

Greek Monolingual

κατολοφύρομαι (Α)
κλαίω γοερώς, θρηνώ, οδύρομαιπολλάκις ἀνοιμώξαντες καὶ κατολοφυράμενοι τήν τε τῆς πατρίδος καὶ τὴν ἑαυτῶν τύχην», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀλοφύρομαι «θρηνώ, οδύρομαι, βογκώ»].

Greek Monotonic

κατολοφύρομαι: αποθ., θρηνώ, με αιτ., σε Ευρ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κατολοφύρομαι: (ῡ) предаваться скорби, оплакивать (τινα и τι Eur., Xen., Polyb.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ολοφύρομαι bejammeren.