παιδονομία

From LSJ
Revision as of 07:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδονομία Medium diacritics: παιδονομία Low diacritics: παιδονομία Capitals: ΠΑΙΔΟΝΟΜΙΑ
Transliteration A: paidonomía Transliteration B: paidonomia Transliteration C: paidonomia Beta Code: paidonomi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A education of children, Arist. Pol.1335b4.    II the office of παιδονόμος, ib. 1322b39.

German (Pape)

[Seite 441] ἡ, das Amt des παιδονόμος, Arist. pol. 6, 8. 7, 16.

Greek (Liddell-Scott)

παιδονομία: ἡ, ἡ ἀνατροφὴ ἢ παίδευσις τῶν παίδων, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 16, 12. ΙΙ. τὸ ἔργονἀξίωμα τοῦ παιδονόμου, αὐτόθι 6. 8, 23.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 direction de l’éducation des enfants;
2 fonction de pédonome.
Étymologie: παιδονόμος.

Greek Monolingual

η (Α παιδονομία) παιδονόμος
1. η ανατροφή, η εκπαίδευση τών παιδιών
2. το επάγγελμα, το έργο του παιδονόμου.

Greek Monotonic

παιδονομία: ἡ,
I. εκπαίδευση παιδιών, σε Αριστ.
II. το αξίωμα του παιδονόμου, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

παιδονομία:1) звание или должность педонома Arst.;
2) педономия (наблюдение за воспитанием и обучением детей в дорических государствах) Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδονομία -ας, ἡ [παιδονόμος] kinderopvoeding; ambt van paidonomos.