παμμήτειρα

From LSJ
Revision as of 07:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμμήτειρα Medium diacritics: παμμήτειρα Low diacritics: παμμήτειρα Capitals: ΠΑΜΜΗΤΕΙΡΑ
Transliteration A: pammḗteira Transliteration B: pammēteira Transliteration C: pammiteira Beta Code: pammh/teira

English (LSJ)

ἡ,

   A = παμμήτωρ, h.Hom.30.1, AP5.164 (Mel.), v.l. in Orph.Fr.168.27.

German (Pape)

[Seite 453] ἡ, = παμμήτωρ; H. h. 30, 1; θεῶν, Mel. 102 (V, 165); Opp. Hal. 1, 414.

Greek (Liddell-Scott)

παμμήτειρα: ἡ, = παμμήτωρ, Ὁμ. Ὕμν. 30. 1, Ἀνθ. Π. 5. 165, κτλ.

Greek Monolingual

παμμήτειρα, ἡ (Α)
παμμήτωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + μήτειρα (< μήτηρ)].

Greek Monotonic

παμμήτειρα: ἡ, = παμμήτωρ, σε Ομηρ. Ύμν., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

παμμήτειρα: ἡ HH, Anth. = παμμήτωρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παμμήτειρα -ας, ἡ [πᾶς, μήτηρ] moeder van alles.