περιλιχμάομαι
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
English (LSJ)
=foreg.,
A γλώσσῃ γένειον Theoc.25.226, cf. Arat.1115, Phylarch
Greek (Liddell-Scott)
περιλιχμάομαι: ἀποθ., περιλείχω, γλώσσῃ γένειον Θεόκρ. 25. 226, πρβλ. Ἄρατ. 1115, Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 34, Θεῶν Διάλ. 12. 2· - ἐπὶ παθ. σημασίας, Πλάτ. Ἀξίοχ. 372Α. 2) λείχω ἐντελῶς, τοῦ ψωμοῦ Λουκ. Προμ. 10.
Greek Monotonic
περιλιχμάομαι: αποθ.,
1. γλείφω ολόγυρα, σε Θεόκρ., Λουκ.
2. γλείφω παντού, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-λιχμάομαι likken, oplikken.