περιλιχμάομαι

From LSJ
Revision as of 07:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιλιχμάομαι Medium diacritics: περιλιχμάομαι Low diacritics: περιλιχμάομαι Capitals: ΠΕΡΙΛΙΧΜΑΟΜΑΙ
Transliteration A: perilichmáomai Transliteration B: perilichmaomai Transliteration C: perilichmaomai Beta Code: perilixma/omai

English (LSJ)

=foreg.,

   A γλώσσῃ γένειον Theoc.25.226, cf. Arat.1115, Phylarch

Greek (Liddell-Scott)

περιλιχμάομαι: ἀποθ., περιλείχω, γλώσσῃ γένειον Θεόκρ. 25. 226, πρβλ. Ἄρατ. 1115, Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 34, Θεῶν Διάλ. 12. 2· - ἐπὶ παθ. σημασίας, Πλάτ. Ἀξίοχ. 372Α. 2) λείχω ἐντελῶς, τοῦ ψωμοῦ Λουκ. Προμ. 10.

Greek Monotonic

περιλιχμάομαι: αποθ.,
1. γλείφω ολόγυρα, σε Θεόκρ., Λουκ.
2. γλείφω παντού, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-λιχμάομαι likken, oplikken.