πεντηκοντακέφαλος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ον, = foreg., Simon.203, f. l. in Pi. Fr.93 (ἑκατοντακάρανον cj. Herm.) ; cited from Hes. (v. foreg.) by Sch.S. Tr.1098.
German (Pape)
[Seite 558] = Vorigem, v. l. Hes. Th. 312.
Greek (Liddell-Scott)
πεντηκοντᾰκέφᾰλος: -ον, = τῷ προηγ., Σιμωνίδ. 207 παρὰ Πινδ. Ἀποσπ. 93, ὁ Ἕρμανν. διορθοῖ ἑκατοντακάρανον.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
πεντηκοντακάρηνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. δι-κέφαλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεντηκοντακέφαλος -ον [πεντήκοντα, κεφαλή] vijftigkoppig.