περιφυγή
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
ἡ,
A place of refuge, Plu.Demetr.46 (pl.).
German (Pape)
[Seite 600] ἡ, Ausflucht, Zufluchtsort, πραγμάτων πολλὰς ἐξωθουμένῳ περιφυγὰς καὶ ἀναχωρήσεις ἐχόντων, Plut. Demetr. 46.
Greek (Liddell-Scott)
περιφῠγή: ἡ, τόπος καταφυγῆς, Πλουτ. Δημήτρ. 46.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
place de refuge.
Étymologie: περιφεύγω.
Greek Monolingual
ἡ, Α περιφεύγω
υπεκφυγή, καταφυγή.
Russian (Dvoretsky)
περιφῠγή: ἡ убежище, прибежище (περιφυγαὶ καὶ ἀναχωρήσεις Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιφυγή -ῆς, ἡ [περιφεύγω] toevluchtsoord.