προκυλινδέομαι

From LSJ
Revision as of 08:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκῠλινδέομαι Medium diacritics: προκυλινδέομαι Low diacritics: προκυλινδέομαι Capitals: ΠΡΟΚΥΛΙΝΔΕΟΜΑΙ
Transliteration A: prokylindéomai Transliteration B: prokylindeomai Transliteration C: prokylindeomai Beta Code: prokulinde/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A roll before or at the feet of, prostrate oneself before another, τοῖς ἰκτίνοις Ar.Av.501 (cf. Sch.), Luc.DDeor.6.2 (v.l. -όμενον) ; τινος D.19.338 (nisi leg. προκαλ-) ; τῶν θείων ἰχνῶν Wilcken Chr.6.8 (v A.D.); π. ἡ πέρδιξ τοῦ θηρεύοντος Arist.HA613b18 (προκυλίεσθαι ap.Antig.Mir.39); cf. προκαλινδέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

προκῠλινδέομαι: Παθ., προκυλίομαι, κυλίομαι πρὸ τῶν ποδῶν τινος, Λατιν. provolvi ad genua alicujus, τινι Ἀριστοφ. Ὄρν. 501, ἔνθα ἴδε Σχολ.· τινος Δημ. 450. 2· πρ. ἡ πέρδιξ τοῦ θηρεύοντος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 8, 3· πρβλ. προκαλινδέομαι.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
se rouler ou se jeter aux pieds de, gén..
Étymologie: πρό, κυλίνδω.

Greek Monotonic

προκῠλινδέομαι: Παθ., κυλιέμαι μπροστά στα πόδια κάποιου, Λατ. provolvi ad genua alicujus, τινι, σε Αριστοφ.· τινος, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προκῠλινδέομαι: подкатываться: π. τινι Arph. и τινος Dem. валяться у кого-л. в ногах; προκυλινδεῖται ἡ πέρδιξ τοῦ θηρεύοντος Arst. (чтобы отвлечь внимание от своих птенцов), куропатка подбегает к ногам охотника.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-κυλινδέομαι zich op de grond wentelen (voor), met dat.