σέλα

From LSJ
Revision as of 08:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same

Source

Greek Monolingual

η / σέλλα, ΝΜΑ, και λόγιος τ. σέλλα Ν
ειδικό κάθισμα για τον ιππέα που προσαρμόζεται στην ράχη του υποζυγίου και, ιδίως, του αλόγου, εφίππιο («οι όμορφοι καβαλλάροι / στην σέλλα σάζουν το κορμί, στην χέρα το κοντάρι», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.
1. το κάθισμα του οδηγού ποδηλάτου ή μοτοσυκλέτας
2. το χαμηλότερο σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα, διάσελο
3. μέρος του σώματος σφαγίου που εκτείνεται από την πρώτη πλευρά μέχρι τον μηρό
4. (παλαιότ.) πλατύ και ανοιχτό κάθισμα κυκλικού σχήματος, πάνω στο οποίο τοποθετούσαν την ετοιμόγενη γυναίκα
μσν.-αρχ.
δίφρος, κάθισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sella (< sedeo «κάθομαι»)].

Russian (Dvoretsky)

σέλᾱ: τά Anth. pl. к σέλας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σέλα n. plur. van σέλας.