σωπάω

From LSJ
Revision as of 09:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωπάω Medium diacritics: σωπάω Low diacritics: σωπάω Capitals: ΣΩΠΑΩ
Transliteration A: sōpáō Transliteration B: sōpaō Transliteration C: sopao Beta Code: swpa/w

English (LSJ)

Dor. and poet. for σιωπάω, Pi.I.1.63; cf. διασιωπάω.

German (Pape)

[Seite 1060] dor. u. poet. statt σιωπάω, schweigen, τὸ σεσωπαμένον Pind. I. 1, 63.

Greek (Liddell-Scott)

σωπάω: Δωρικ. καὶ ποιητικ. ἀντὶ σιωπάω, ὡς τὸ βώσεσθε ἀντὶ βιώσεσθε, Böckh διάφ. γραφ. ἐν Πινδ. Ο. 13. 87 (130), Ι, 1. 68 (89). - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σωπιαίνουσιν οἱ κύνες, ὡς ἐκ τοῦ Ξενοφ.

English (Slater)

σωπάω (cf. σιωπά.)
   1 pass over in silence ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπᾶμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει (I. 1.63)

Greek Monotonic

σωπάω: Δωρ. και ποιητ. αντί σιωπάω.

Russian (Dvoretsky)

σωπάω: дор. Pind. = σιωπάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σωπάω Dor. en poët. voor σιωπάω.