ψευδονύμφευτος

From LSJ
Revision as of 09:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source

German (Pape)

[Seite 1395] γάμος, falsche, nicht wirklich vollzogene Heirath, Eur. Hel. 888.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδονύμφευτος: γάμος, ὁ ψευδής, ὁ κατὰ προσποίησιν γάμος, Εὐρ. Ἑλ. 889.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est un mariage simulé, un mariage blanc.
Étymologie: ψευδής, νυμφεύω.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) φρ. «γάμους... ψευδονυμφεύτους» — εικονικός γάμος (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -νύμφευτος (< νυμφεύω)].

Russian (Dvoretsky)

ψευδονύμφευτος: (о браке) ложный, мнимый, недействительный (γάμοι Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδονύμφευτος -ον [ψευδής, νυμφεύω] van of bestaande uit een schijnhuwelijk:. δώρημα Κύπριδος ψευδονύμφευτον een geschenk van Aphrodite in de vorm van een schijnhuwelijk Eur. Hel. 883.