συναποκομίζω
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
A carry away together, D.S.1.20, 3.15:— Pass., J.AJ14.4.5.
German (Pape)
[Seite 1002] mit od. zugleich weg- od. zurückbringen, D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
συναποκομίζω: ἀποκομίζω ὁμοῦ, ἐπανελθόντα εἰς τὴν Αἴγυπτον συναπακομίσαι δῶρα πανταχόθεν τὰ κράτιστα Διόδ. 1. 20., 3. 15.
Greek Monolingual
ΝΑ ἀποκομίζω
παίρνω μαζί μου, μεταφέρω μαζί μου.
Russian (Dvoretsky)
συναποκομίζω: уносить с собою (εἰς τὴν Αἴγυπτον δῶρα Diod.).