ἀλάτας
From LSJ
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
English (LSJ)
ἀλᾱτεία, Dor. for ἀλήτης, ἀλητεία.
German (Pape)
[Seite 90] -τεια, dor. für ἀλήτης, -τεια, Tragg.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλάτας: ἀλᾱτεία, Δωρ. ἀντὶ ἀλήτης, ἀλητεία.
French (Bailly abrégé)
dor. p. ἀλήτης.
Greek Monolingual
ἀλάτας, ο (Α)
δωρ. τ. αντί ἀλήτης.
ο (θηλ. αλατού) αλάτι
1. αυτός που πουλά αλάτι
2. αυτός που παρασκευάζει αλάτι, που μαζεύει αλάτι από τις φυσικές αλυκές
3. αυτός που αγαπά τα αλμυρά φαγητά.
Greek Monotonic
ἀλάτας: ἀλᾱτεία, Δωρ. αντί ἀλήτης, ἀλητεία.
Russian (Dvoretsky)
ἀλάτᾱς: дор. Soph. = ἀλήτης I.