ἀάζω
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
English (LSJ)
A breathe with the mouth wide open, Arist.Pr.964a11. (Onomatopoeic word, for ἀἅζω, make the sound aha!)
German (Pape)
[Seite 1] (ἄω, ἄζω), (mit offnem Munde ausathmen), hauchen, Arist. Probl. 34, 7 dem φυσᾶν διὰ στενοῦ τοῦ στόματος entgegengesetzt, ὁ δὲ ἀάζων ἀθρόον ἐκπνεῖ S. auch ἄζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀάζω: μελ. άσω, ἐκπνέω ἔχων τὸ στόμα ἀνοικτόν, ἐκπέμπω θερμὴν πνοὴν (χουχουλιάζω), καθὼς ὅταν θερμαίνωμεν τὰς χείρας ἡμῶν· ἀντίκειται δὲ τῷ φυσῶ· «φυσῶσι μὲν γὰρ ψυχρόν, ἀάζουσι δὲ θερμόν· ὁ μὲν γὰρ φυσῶν κινεῖ τὸν ἀέρα οὐκ ἀθρόως, ἀλλὰ διὰ στενοῦ τοῦ στόματος, ὁ δὲ ἀάζων ἀθρόον ἐκπνεῖ, διὸ θερμόν». Ἀριστοτέλ. Προβλ. λδ΄. 7.
Spanish (DGE)
exhalar el aliento καὶ γὰρ τοῦτο ... ἐγγύθεν μέν ἐστι θερμόν, ὥσπερ καὶ ὅταν ἀάζωμεν Arist.Mete.367b2, cf. Pr.964a16
•op. φυσᾶν Arist.Pr.964a11.
• Etimología: Tal vez onomat., rel. c. ἄζω, de ἆ; aunque tb. pudiera ponerse en rel. c. ἄημι q.u.
Russian (Dvoretsky)
ἀάζω: выдыхать (θερμόν Arst.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: breathe with the mouth wide open (Arist.)
Derivatives: ἀασμός (Arist.).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Prob. onomatopoetic (Schwyzer Mélanges Pedersen 73 A. 2). Differently Solmsen Unt. 284 (zu ἄημι).
See also: Cf. ἄζω, from ἆ (q.v.). ?