ὀνόγυρος
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
English (LSJ)
ὁ,
A = ἀνάγυρος, Nic.Th.71, cf. Sch.Nic.Al.55. II ὀνόγυροι· σειροί, Hsch.
German (Pape)
[Seite 347] ὁ, ἐμπρίων, Nic. Th. 71, ein Stachelgewächs, vielleicht = ἀνάγυρον. – Sprichwörtlich ὀνόγυρον κινεῖν, eine unangenehme Sache in Anregung bringen, Liban.
Greek Monolingual
ὀνόγυρος, ὁ (Α)
1. το φυτό ανάγυρις
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀνόγυροι
σειροί».
Frisk Etymological English
See also: s. ἀνάγυρος]]