θάσσων

From LSJ
Revision as of 21:15, 2 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάσσων Medium diacritics: θάσσων Low diacritics: θάσσων Capitals: ΘΑΣΣΩΝ
Transliteration A: thássōn Transliteration B: thassōn Transliteration C: thasson Beta Code: qa/sswn

English (LSJ)

Att. θάττων,

   A v. ταχύς. θάτας· θῆτας (θύτας cod.), τοὺς δούλους (Cypr.), Hsch. θατέρᾳ, θάτερον, v. ἕτερος.

German (Pape)

[Seite 1188] att. θάττων, ον, comparat. von ταχύς, sch neller, Hom. u. Folgde. S. ταχύς.

Greek (Liddell-Scott)

θάσσων: Ἀττ. θάττων, ἴδε ἐν λ. ταχύς.

French (Bailly abrégé)

Cp. de ταχύς.

English (Autenrieth)

see ταχύς.

Greek Monolingual

θάσσων, νεώτ. αττ. τ. θάττων, -ον (Α)
(συγκρ. του ταχύς) ταχύτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταχύς.

Greek Monotonic

θάσσων: Αττ. θάττων, συγκρ. του ταχύς, ταχύτερος, γρηγορότερος· ουδ. θᾶσσον ως επίρρ., περισσότερο γρήγορα, πιο γρήγορα.

Russian (Dvoretsky)

θάσσων: атт. θάττων compar. к ταχύς.

Frisk Etymological English

Meaning: quicker
Other forms: att. θάττων
See also: s. ταχύς.