ἀϊκής
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
English (LSJ)
[ῐ], ές, poet. for ἀεικής. Adv.
A ἀϊκῶς Il.22.336:—in Trag. αἰκής, ές. αἰκὲς πῆμα A.Pr.472; θανάτους αἰκεῖς S.El.206(lyr.). Adv. αἰκῶς S.El.102, 216 (both lyr.), Pl.Com.225.
Greek (Liddell-Scott)
ἀϊκής: [ῐ]. ές, ποιητ. ἀντὶ ἀεικής, Ἐπίρρ. ἀϊκῶς, Ἰλ. Χ. 336: παρὰ Τραγικοῖς καὶ αἰκής, ές, (πρβλ. αἰκία), αἰκὲς πῆμα, Αἰσχύλ. Πρ. 472· θανάτους αἰκεῖς, Σοφ. Ἠλ. 206. - Ἐπίρρ. αἰκῶς, Σοφ. Ἠλ. 102 (τὰ χειρόγρ. ἀδίκως), 216. Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 60.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): ép., jón., poét. ἀεικής
• Prosodia: [-ῐ-]
• Morfología: [adv. -έως sólo Simon.2.1]
I 1inconveniente, terrible λοιγός Il.1.341, 456, πῆμα A.Pr.472, θάνατοι S.El.206, ἰός Opp.H.2.422
•ultrajante δεσμός A.Pr.97
•neutr. como adv. terriblemente ἔκπαγλον καὶ ἀεικές Od.17.216.
2 inconveniente, indigno, inferior, vil ἔργα Il.24.733, Hes.Th.166, μισθός Il.12.435, στολά S.El.191.
3 fuera de lo corriente, raro οὐδὲν ἀεικές (ἐστι) no tiene nada de raro Hdt.3.33, 6.98, cf. A.Pr.1041.
II adv. -έως, -ῶς
1 inconvenientemente, de manera terrible σε κύνες ... ἑλκήσουσ' ἀ. Il.22.336.
2 de manera indigna οὐκ ἀεικέως Simon.2.1, cf. A.Ch.915, S.El.216, Pl.Com.249.
• Etimología: Cf. εἴκω.
Greek Monotonic
ἀϊκής: [ῐ], -ές, ποιητ. αντί ἀεικής, επίρρ. ἀϊκῶς, σε Ομήρ. Ιλ.· σε Τραγ., αἰκής, αἰκῶς.