βοηθόος
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
Dor. βοᾱ-, ον, (βοή, θέω, cf. βοη-δρόμος)
A hasting to the cry for help or the call to arms, Il.13.477; β. ἅρμα a chariot hasting to the battle, 17.481. II aiding, helping, Pi.N.7.33, B.Fr.34:—Subst., helper, prob. Id.12.103, Theoc.22.23, Call.Del.27:—in Prose βοηθός, όν, assisting, auxiliary, νῆες Th.1.45: c. dat., ὁ τοῖς νόμοις β. Lys.Fr.53.1; freq. as Subst., assistant, Hdt.5.77, 6.100, Antipho 1.2, Pl.R.566b, al.; τῆς ἐπιτροπῆς BGU1047iii 11 (ii A. D.); τοῦ στρατηγοῦ POxy.1469.10 (iii A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 451] ins Schlachtgetümmel eilend, kriegerisch, Il. 13, 477; ἅρμα, Streitwagen, 17, 481; Beistand Pind. N. 7, 33; Theocr. 22. 13; Call. Del. 27.
Greek (Liddell-Scott)
βοηθόος: Δωρ. βοᾱ-, ον, (βοή, θέω, πρβλ. βοη-δρόμος), σπεύδων πρὸς τὴν βοὴν τῆς μάχης, πολεμικός, Ἰλ. Ν. 477 · βοηθόον ἄρμα, ὅπερ σπεύδει πρὸς τὴν μάχην, Ρ. 481. ΙΙ. βοηθῶν, ἐπικουρίαν φέρων, Πινδ. Ν. 7. 48 · καὶ ὡς οὐσιαστ., Θεόκρ. 22. 23, Καλλ. εἰς Δῆλ. 27 · ― παρὰ πεζοῖς, βοηθός, όν, ὁ βοήθειαν παρέχων, βοηθητικός, συμμαχικός, νῆες Θουκ. 1. 45 · καὶ συχνάκις ὡς οὐσιαστ. Ἡρόδ. 5. 77., 6. 100, Ἀντιφῶν 111. 40, Πλάτ., κ. ἄλλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui accourt aux cris des combattants, belliqueux ; βοηθόον ἅρμα IL char de guerre.
Étymologie: βοή, θέω.
English (Autenrieth)
(βοή, θέω): running to the shout, battle-swift; ἅρμα, Il. 17.481, and of men. (Il.)
Greek Monolingual
βοηθόος, -ον (Α)
1. όποιος σπεύδει στην κραυγή για βοήθεια ή στην πρόσκληση στα όπλα, για μάχη
2. ο βοηθός, αυτός που προσφέρει βοήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βοηθόος προήλθε πιθ. από την έκφραση «(επί) βοήνθειν» (του ρ, θέω «τρέχω»)].
Greek Monotonic
βοηθόος: (βοή, θέω), Δωρ. βοᾶ-, -ον,
I. αυτός που σπεύδει προς τη βοή της μάχης, αυτός που βιάζεται να πολεμήσει, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. βοηδρόμος.
II. βοηθητικός, συμμαχικός, σε Πίνδ.· και ως ουσ., βοηθός, αρωγός, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
βοηθόος: дор. βοᾱθόος 2
1) спешащий на боевой клич, устремляющийся в бой, воинственный (Αἰνείας Hom.);
2) боевой (ἅρμα Hom.);
3) идущий на помощь, заступник Pind., Theocr.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: who brings help (in war) (Il.; on the meaning Schulze Kl. Schr. 188).
Other forms: Dor. βοαθόος, att. and Hdt. βοηθός (s. below)
Derivatives: From this a denominative Aetol. βοαθοέω, (Lesb. βαθόημι), through hyphairesis (Schwyzer 252) Dor. βοαθέω, Att. and Hdt. βοηθέω come to help on a cry, help (cf. Kretschmer, Glotta 18, 96f.). - From βοαθόος bzw. βοηθό(ο)ς: Aetol. βοαθοΐα (< *βοαθοϜία), Att. βοήθεια (rebuilt after the nouns in -εια [Schwyzer 469] ) help. - From βοηθέω as reverse deriv. βοηθός (or constracted from βοηθόος, s. Schwyzer 469, Sommer Nominalkomp. 26 A. 4). βοήθησις help (Hp.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: βοηθόος from an expression like (ἐπὶ) βοην θεῖν (s. Schulze Kl. Schr. 188). (The -ο- from *θοϜ-ο-?) - After βοηθέω, βοηθός were made the synonyms βοηδρομέω (Eur.) with the feast name βοηδρόμια pl. (D.; months name Βοηδρομιών, Βοηδρόμιος) and βοηδρόμος (E.; on the connection s. E. Kretschmer, Glotta 18, 1930, 96ff.).