πρηδών

From LSJ
Revision as of 05:55, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρηδών Medium diacritics: πρηδών Low diacritics: πρηδών Capitals: ΠΡΗΔΩΝ
Transliteration A: prēdṓn Transliteration B: prēdōn Transliteration C: pridon Beta Code: prhdw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ, (πρήθω)

   A swelling, Nic.Th.365 (pl.); αἱ τῆς φλεγμονῆς π., of intestinal distension, Aret.CA1.1.

German (Pape)

[Seite 699] όνος, ἡ, Brand, entzündliche Geschwulst, Nic. Ther. 365 u. sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

πρηδών: -όνος, ἡ, (πρήθω) φλόγωσις, φλεγμονή, Νικ. Θηρ. 365, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θραπευτ. 1. 1.

Greek Monolingual

-όνος, ἡ, Α
1. φλεγμονή, πρήξιμο
2. φρ. «αἱ τῆς φλεγμονικῆς πρηδόνες» — λέγεται προκειμένου για εντερική διάταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρη- του πίμ-πρη-μι + επίθημα -δών, το οποίο απαντά και σε άλλες ονομ. ασθενειών (πρβλ. σηπε-δών, σπα-δών)].

Frisk Etymological English

πρήθω (ἐνέπρηθον), πρηστήρ a.o.
See also: s. πίμπρημι.