πρατήνιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, Att. for ὕπερον, Hsch. II = πρητήν, Id.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. (αττ. τ.) το ὕπερον
2. χρονιάρικο αρνί, πρητήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Πιθ. δάνειο από τη Μικρά Ασία. Ο τ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Φώτιος «προτήνιον
ἡλικία τις αἰγός» και του τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «πρητήν
ὁ ἐνιαύσιος ἀμνός»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: des. of goats of a certain age (Ar. Byz., H., Phot.).
Other forms: Also προ-, and πρητήν, ἐπιπρητήν -ῆνος m.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown; after Solmsen Wortforsch. 140 f. Anatolian. Diff. Specht Ursprung 15 f.: to Dor. πρᾶτος primus, to which supposedly Ion. *πρῆτος ( ? ), and the pron. ἔνη (s. v.); not convincing. Untenable on πρα-, προ- Prellwitz Glotta 19, 101.