ποι

From LSJ
Revision as of 06:11, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source

English (Slater)

ποι
   1 in some way (v. Wackernagel, Kl. Schr., 700ff.) Μοῖσα δ' οὕτω ποι παρέστα μοι (που, τοι vv. ll.) (O. 3.4) ἄγει δὲ Χάρις φίλων ποί τινος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα (ποίνιμος coni. Spiegel) (P. 2.17) ἀκούοντί ποι χθονίᾳ φρενί (P. 5.101)

Greek Monolingual

Α
(εγκλιτ.) (αιολ. τ.) βλ. πού.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποι adv. indef. ( encl. ) Aeol. voor που.

Frisk Etymological English

Grammatical information: prep. (Arg., Phoc., Locr.)
See also: = ποτί s. v.