σποργίλος

From LSJ
Revision as of 07:23, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
moineau, oiseau.
Étymologie: DELG vha. sperka, v-pruss. spergla- « moineau ».

Greek Monolingual

ὁ, Α
είδος πουλιού, πιθ. ο σπουργίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σποργ-ίλος / σπέργ-ουλος συνδέονται με τ. της Γερμανικής και Βαλτικής με σημ. «σπουργίτι» και φωνηεντισμό e, όπως αρχ. άνω γερμ. sperka, αρχ. πρωσ. spergla (και με διαφορετικό φωνηεντισμό spurglis), ενώ ο τ. σπαράσιον (< σπαρ-Fάσιον) με τα γοτθ. sparwa, αρχ. άνω γερμ. sparo, αρχ. νορβ. sperr. Με τους τ. επίσης συνδέονται πιθ. το ελλ. ψάρ «το πουλί ψαρόνι» και το λατ. parra «όρνις». Από τους τ. σποργίλος, σπέργουλος και σπαράσιον αρχαιότερος είναι ο τ. σποργίλος σχηματισμένος με επίθημα -ιλος, που απαντά και σε άλλα ονόματα πουλιών (πρβλ. ὀρχ-ίλος, τροχ-ίλος), ενώ ο τ. σπαράσιον εμφανίζει σπάνιο επίθημα (πρβλ. κοράσιον, κορυφάσιον). Για τον τ. σπέργουλος / πέργουλον βλ. λ. σπέργουλος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: a bird, probably sparrow (Ar. Av. 300 with allusion to a PN).
Derivatives: Beside it σπέργουλος (also π-) ὀρνιθάριον ἄγριον and σπαράσιον ὄρνεον ἐμφερες στρουθῳ̃ H. Also στρουθὸς πυργίτης (Gal.; after πύργος). (Does this point to σποργ-\/(σ)πυργ-?)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation: σποργ-ίλος as ὀρχίλος, τροχίλος a. other birdnames; σπέργουλος dialectal for *σπεργ-ύλος like κηρύλος a. o. (Chantraine Form. 249 u. 251). The forms with -γ- have a counterpart in a Germ. and Balt. name of the sparrow: MHG sperke, OPr. spurglis, also spergle-wanag<is> sparrow-hawk ("sparrow-vulture"(?). Hypothetic, partly certainly wrong attempts, to bring the different forms in a morphological system by Specht Ursprung 89, 145 f., 213. Further forms w. lit. in WP. 2, 666f., Pok. 991, W.-Hofmann s. parra; further Thompson Birds s. v. Older lit. also in Bq. -- Cf. ψάρ, σπαράσιον.