τελεστήριον

From LSJ
Revision as of 20:39, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' τό<b class="num">1)" to "''' τό<br /><b class="num">1)")

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελεστήριον Medium diacritics: τελεστήριον Low diacritics: τελεστήριον Capitals: ΤΕΛΕΣΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: telestḗrion Transliteration B: telestērion Transliteration C: telestirion Beta Code: telesth/rion

English (LSJ)

τό,

   A place for initiation, at Phlyae, Plu. Them.1; at Eleusis, Id.Per.13.    II τελεστήρια (sc. ἱερά), τά, thank-offering for success, X.Cyr.8.7.3, Ael.VH12.1.

German (Pape)

[Seite 1085] τό, der Ort der Einweihung, Plut. Themist. 1 Pericl. 13; – τὰ τελεστήρια, sc. ἱερά, Dankopfer für glückliche Vollendung, Xen. Cyr. 8, 7, 3.

Greek (Liddell-Scott)

τελεστήριον: τό, τόπος πρὸς μύησιν, οἷον ὁ ἐν Ἐλευσῖνι ναός, Πλουτ. Θεμιστ. 1, Περικλ. 13, Κλήμ Ἀλεξ. 1. ΙΙ. τελεστήρια (ἐξυπακ. ἱερά), τά, εὐχαριστήριος θυσία ἐπὶ ἐπιτυχίᾳ, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 3, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 1.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 lieu pour les cérémonies d’initiation;
2 τὰ τελεστήρια actions de grâces pour l’achèvement d’une entreprise.
Étymologie: τελέω.

Greek Monotonic

τελεστήριον: τό (τελέω III)·
I. τόπος προς μύηση, όπως ο ναός της Ελευσίνας, σε Πλούτ.
II. τελεστήρια, τά, ευχαριστήρια θυσία για επιτυχία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

τελεστήριον: τό
1) место посвящения (в Элевсинские таинства) Plut.;
2) pl. благодарственная жертва Xen.