ἀέθλιον

From LSJ
Revision as of 20:43, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' τό<b class="num">1)" to "''' τό<br /><b class="num">1)")

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀέθλιον Medium diacritics: ἀέθλιον Low diacritics: αέθλιον Capitals: ΑΕΘΛΙΟΝ
Transliteration A: aéthlion Transliteration B: aethlion Transliteration C: aethlion Beta Code: a)e/qlion

English (LSJ)

Ep. and Ion. for ἆθλον,

   A prise, Il.9.124, Od.8.108, APl.5.374, AP9.637 (Damoch.).    II = ἆθλος, contest, Od.24.169, Call. Del.187.

German (Pape)

[Seite 38] τό, ep. u. Ion., eigentl. neutr. adject. von ἄεθλος ἄεθλον, auf homerische Art für das substant. gebraucht; Kampfpreis, Il. 23, 537 ἀλλ' ἄγε δή οἱ δῶμεν ἀέθλιον, 9, 124 ἵππους πηγοὺς ἀθλοφόρους, οἳ ἀέθλια ποσσὶν ἄροντο, 127 ὅσσα μοι ἠνείκαντο ἀέθλια μώνυχες ἵπποι; der Wettkampf selbst, Od. 8, 108 ἀέθλια θαυμανέοντες, 21, 4 τόξον μνηστήρεσσι θέμεν πολιόν τε σίδηρον ἐν μεγάροις Ὀδυσῆος, ἀέθλια καὶ φόνου ἀρχήν, vgl. 24, 169; Kampfgeräthe, Od. 21, 62 τῇ δ' ἄρ' ἅμ' ἀμφίπολοι φέρον ὄγκιον, ἔνθα σίδηρος κεῖτο πολὺς καὶ χαλκός, ἀέθλια τοῖο ἄνακτος, vgl. 117. – Auch sp. D., wie Ap. Rh. 1, 997.

Greek (Liddell-Scott)

ἀέθλιον: Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ἆθλον, = τὸ βραβεῖον τοῦ ἀγῶνος, Ἰλ. Ι. 124, Ὀδ. Θ. 108. ΙΙ. ὁ ἆθλος, ὁ αγών, Ὀδ. Ω. 169, καὶ μεταγεν. Ἐπ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 prix de la lutte;
2 lutte.
Étymologie: ἄεθλον.

English (Autenrieth)

= ἄεθλον. Also pl. implements of combat, ‘weapons,’ Od. 21.4, 62, 117.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 premio, Il.9.124, Od.8.108, AP 9.637, 16.374, Nonn.D.37.548, 703, πλεῖστοι ἔθηκαν ἀέθλια καλὰ πόλεσ<σ>ι SEG 44.1182B.17 (Enoanda III d.C.) (aunque tb. interpr. c. el sent. de juegos).
2 prueba, competición, Od.24.169, Call.Del.187, Dian.108.

• Etimología: Término creado prob. como var. métr. de ἄεθλον.

Greek Monotonic

ἀέθλιον: Επικ. και Ιων. αντί ἆθλον,
I. βραβείο, έπαθλο αγώνα, σε Όμηρ.
II. αντί ἆθλος, αγώνας, διαγωνισμός, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀέθλιον: τό
1) награда победителю (на состязаниях), приз Hom.;
2) состязание Hom.;
3) pl. боевое снаряжение, оружие (πατρὸς ἀέθλια καλά Hom.).