αερολογώ
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
(I)
λέγω «λόγια του αέρα», φλυαρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αερολόγος.
ΠΑΡ. αερολόγημα].
(II)
(-έω)
Ι. ενεργ. εκθέτω κάτι στον αέρα, αερίζω