ἀδελφιδῆ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
ἡ, Att contr. for ἀδελφιδέη,
A a brother's or sister's daughter, a niece, Ar.Nu.47, Lys.3.6. Hp.Epid.6.2.19, etc.
German (Pape)
[Seite 32] ἡ, Schwester- oder Brudertochter, Nichte Lys. 32, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδελφιδῆ: ἡ, Ἀττ. συνῃρ. ἀντὶ τοῦ ἀδελφιδέη, θυγάτηρ ἀδελφοῦ ἢ ἀδελφῆς, «ἀνεψιά», Ἀριστοφ. Νεφ. 47, Λυσίας 97. 2, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
nièce.
Étymologie: v. ἀδελφιδεός.
Par. ἀνεψιά.
Spanish (DGE)
(ἀδελφῐδῆ) -ῆς, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
sobrina Hp.Epid.6.2.19, Ar.Nu.47, Lys.3.6, ID 4.1871.5 (I a.C.), IG 5(2).465.7 (Megalópolis I/II d.C.), D.C.51.15.7, 69.1.1, PRein.42.10 (I/II d.C.), PMerton 68.1 (II d.C.), IG 22.4071.19 (II d.C.), Didyma 363.A.3, cf. 4 (III d.C.), POxy.1697.12 (III d.C.), IHerm.Magn.49.11 (III d.C.).
Greek Monotonic
ἀδελφῐδῆ: ἡ, Αττ. συνηρ. αντί ἀδελφιδέη, η κόρη του αδελφού ή της αδελφής, η ανιψιά, σε Αριστοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἀδελφιδῆ: ἡ племянница (дочь брата или сестры) Arph., Lys.