σιαλικός

From LSJ
Revision as of 11:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

German (Pape)

[Seite 877] vom Speichel, Geifer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σιᾰλικός: -ή, -όν, (σίαλον) ὁ ἀνήκων εἰς σίαλον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό / σιαλικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σίαλον
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίαλο, στο σάλιο
νεοελλ.
φρ. α) «άνω σιαλικός πυρήνας»
ανατ. πυρήνας του εγκεφαλικού στελέχους από τον οποίο εκπορεύονται οι προγαγγλιακές παρασυμπαθητικές ίνες που περιέχονται στο προσωπικό νεύρο και προορίζονται για τον υπογνάθιο και υπογλώσσιο σιαλογόνο αδένα
β) «κάτω σιαλικός πυρήνας»
ανατ. πυρήνας του εγκεφαλικού στελέχους από τον οποίο εκπορεύονται οι ίνες που περιέχονται στο γλωσσοφαρυγγικό νεύρο και προορίζονται για την παρωτίδα
γ) «σιαλικό συρίγγιο»
ιατρ. συρίγγιο ενός σιαλογόνου αδένα ή του εκφορητικού πόρου του
δ) «σιαλικά οξέα»
(βιοχ.) ομάδα αμινοσακχάρων που περιέχουν 9 ή περισσότερα άτομα άνθρακα και τα οποία είναι Ν-ακυλοπαράγωγα του νευραμινικού οξέος και αποτελούν συστατικά του μορίου τών γαγγλιοζιτών και γενικότερα τών λιπιδίων, τών πολυσακχαριτών και τών βλεννοπρωτεϊνών.
(II)
-ή, -ό, Ν σιάλ
1. γεωλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σιάλ
2. φρ. «σιαλικά μάγματα»
γεωλ. μάγματα γρανιτικής σύστασης, τα οποία σχηματίζονται στο στρώμα σιάλ του στερεού φλοιού της Γης.