παλαμάρω
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(I)
παλαμάρι
δένω με παλαμάρι το πλοίο.
(II)
ναυτ. αλείφω με στεγανωτικό υλικό, συνήθως μίγμα πίσσας με λίπος και θειάφι, τα ύφαλα ξύλινου πλοίου για να μην τά διαπερνά το νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spalmare «πισσώνω, καλαφατίζω»].