αἰθέριος

Revision as of 12:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον E.Fr.839.10, Arist.Mu.392a31:—

   A of αἰθήρ or the upper air, hence,    1 high in air, on high, A.Pr.158 (anap.), Th.81, S.OC1082, etc.; αἰθερία ἀνέπτα flew up into the air, E.Med. 440, cf. Andr. 830; αἰ. γῆ, of the moon, Pythag. ap. Simp.in Cael.511.26: epith. of Zeus, Arist.Mu.401a17.    2 ethereal, heavenly, φύσις Parm.10.1; οἱ αἰ. Hierocl.in CA 27 P.484M.; γονή E.Fr.l.c. Adv. -ίως Iamb.Myst.1.9.—Trag. only in lyr.

Greek (Liddell-Scott)

αἰθέριος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Εὐρ. Ἀποσπ. 836. Ἐκ του αἰθέρος, ἤτοι τοῦ ἀνωτάτου στρώματος τοῦ ἀέρος, καὶ ἑπομένως· 1) ὑψηλὰ ἐν τῷ ἀέρι, ἐν τῷ ὕψει, Αἰσχύλ. Πρ. 157, Θ. 81, Σοφ. Ο. Κ. 1082 κτλ.· αἰθερία ἀνέπτα, ἀνυψώθη εἰς τὸν ἀέρα ἱπταμένη, Εὐρ. Μήδ. 440. Πρβλ. Ἀνδρ. 830. 2) αἰθέριος, οὐράνιος, γονή, Εὐρ. Ἀποσπ. ἔνθ. ἀνωτ. - Ἐπίρρ. -ίως, Ἰαμβλ. Μυστ. 1. 9. Παρὰ Τραγικοῖς ἐν χρήσει μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις. Ὡσαύτως ἐν Ἀριστ. Κόσμ. 2, 10., 7, 2.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui s’avance, s’élève ou brille dans les airs ; αἰθέριον κίνυγμα ESCHL figure suspendue dans les airs.
Étymologie: αἰθήρ.

English (Slater)

αἰθέριος ]σφιν ἔγειρον[ ]αἰθέρἰ ἑλικ[ (Snell: αἰθέρι Zuntz.) Πα. 13a. 18.

Greek Monotonic

αἰθέριος: -α, -ον, επίσης, -ος, -ον (αἰθήρ), αυτός που ανήκει ή είναι μέσα στο ανώτατο στρώμα αέρα, αυτός που βρίσκεται ψηλά στον αέρα, αυτός που βρίσκεται στα ύψη, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· αἰθερία ἀνέπτα, υψώθηκε στον αέρα πετώντας, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αἰθέριος: 3, редко
1) эфирный, воздушный (φύσις Arst.; πῦρ, ὕδωρ Plut.): αἰθέριον μένος Plut. напор воздуха;
2) высоко вздымающийся (κόνις Aesch.; πέτρα Eur.); высоко парящий, небесный (νεφέλαι Soph.; νέφος Arph.): πάλλειν πόδ᾽ ἀρθέριον Eur. высоко поднимать ногу (в пляске), плясать; ἔρρ᾽ αἰ! Eur. поднимись на воздух!, т. е. прочь!, долой!

Middle Liddell

αἰθήρ
of or in the upper air, high in air, on high, Aesch., Soph., etc.; αἰθερία ἀνέπτα flew up into the air, Eur.