συζωοποιέω
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
A quicken together with, τινὰς τῷ Χριστῷ Ep.Eph.2.5, cf. Ep.Col.2.13.
German (Pape)
[Seite 973] mit oder zugleich lebendig machen, beleben, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
συζωοποιέω: ζωοποιῶ ὁμοῦ μετά τινος, τινά τινι Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. β΄. 5.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rendre vivant ou vivifier ensemble.
Étymologie: σύν, ζωοποιέω.
English (Strong)
from σύν and ζωοποιέω; to reanimate conjointly with (figuratively): quicken together with.
Greek Monotonic
συζωοποιέω: ζωοποιώ, επαναφέρω στη ζωή, δίνω ζωή από κοινού με κάποιον, τινά τινι, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
συζωοποιέω: вместе (с кем-л.) оживлять, воскрешать (τινα σύν τινι NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συζωοποιέω [σύν, ζωοποιέω] aor. συνεζωοποίησα, samen (met...) levend maken of tot leven brengen, met acc. en dat. of σύν + dat.