κεραστός

From LSJ
Revision as of 12:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραστός Medium diacritics: κεραστός Low diacritics: κεραστός Capitals: ΚΕΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: kerastós Transliteration B: kerastos Transliteration C: kerastos Beta Code: kerasto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A mixed, mingled, APl.4.83.

Greek (Liddell-Scott)

κεραστός: -ή, -όν, μεμιγμένος, ἀναμεμιγμένος, Ἀνθ. Πλαν. 4. 83.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mêlé, mélangé.
Étymologie: κεράννυμι.

Greek Monolingual

κεραστός, -ή, -όν (Α) κεράννυμι
αναμεμιγμένος.

Greek Monotonic

κεραστός: -ή, -όν (κεράννυμι), ανακατεμένος, αναμεμειγμένος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κεραστός: adj. verb. к κεράννυμι.

Middle Liddell

κεραστός, ή, όν κεράννυμι
mixed, mingled, Anth.