αἰσχρολογέω

From LSJ
Revision as of 12:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχρολογέω Medium diacritics: αἰσχρολογέω Low diacritics: αισχρολογέω Capitals: ΑΙΣΧΡΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: aischrologéō Transliteration B: aischrologeō Transliteration C: aischrologeo Beta Code: ai)sxrologe/w

English (LSJ)

   A = αἰσχροεπέω, Pl. R.395e, Brysonap.Arist.Rh.1405b10.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχρολογέω: αἰσχροεπέω, Πλάτ. Πολ. 395Ε., Bryson Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 13.

Spanish (DGE)

decir obscenidadescomo en la comedia κωμῳδοῦντας ἀλλήλους καὶ αἰσχρολογοῦντας Pl.R.395e, cf. Arist.Rh.1405b9, en las fiestas de Deméter, D.S.5.4.

Greek Monotonic

αἰσχρολογέω: μέλ. -ήσω (λέγω) = αἰσχροεπέω, μεταχειρίζομαι αισχρή φρασεολογία, μιλώ με χυδαία λόγια ή εκφράσεις, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

αἰσχρολογέω: держать непристойные речи Plat.

Middle Liddell

λέγω, = αἰσχροεπέω, Plat.]