ἄντανδρος

From LSJ
Revision as of 12:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄντανδρος Medium diacritics: ἄντανδρος Low diacritics: άντανδρος Capitals: ΑΝΤΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: ántandros Transliteration B: antandros Transliteration C: antandros Beta Code: a)/ntandros

English (LSJ)

ον,

   A instead of a man, as a substitute, ἀντί τινος Luc. DMort.16.2, etc.

German (Pape)

[Seite 244] (ἀνήρ), an Mannes statt; der sich für Jemand stellt, Luc. Dial. Mort. 16, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἄντανδρος: -ον, (ἀνὴρ) ἀντὶ ἀνδρός, ἀνὴρ ἀντικαθιστῶν ἄλλον ἄνδρα: εἰ δὲ βούλεσθε, καὶ ἄντανδρον ὑμῖν ἀντὶ ἐμαυτοῦ παραδώσω τὸν ἀγαπητόν Λουκ. Κατάπλ. 10, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
remplaçant, otage litt. homme pour homme.
Étymologie: ἀντί, ἀνήρ.

Spanish (DGE)

-ον
que remplaza a un hombre, que lo sustituye de la sombra de Heracles que lo remplaza ante Plutón ἄντανδρόν σε τῷ Πλούτωνι παρέδωκεν ἀνθ' ἑαυτοῦ Luc.DMort.16.2, ἄντανδρον ὑμῖν ἀντ' ἐμαυτοῦ παραδώσω τὸν ἀγαπητόν Luc.Cat.10.

Greek Monolingual

ἄντανδρος, -ον (Α)
ο αντικαταστάτης.

Greek Monotonic

ἄντανδρος: -ον (ἀνήρ), αντί ανδρός, ως υποκατάστατο αυτού, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἄντανδρος: ὁ подставное лицо (ἄντανδρόν τινά τινι παραδοῦναι ἀντί τινος Luc.).

Middle Liddell

ἀνήρ
instead of a man, as a substitute, Luc.