λωτοτρόφος

From LSJ
Revision as of 12:57, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωτοτρόφος Medium diacritics: λωτοτρόφος Low diacritics: λωτοτρόφος Capitals: ΛΩΤΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: lōtotróphos Transliteration B: lōtotrophos Transliteration C: lototrofos Beta Code: lwtotro/fos

English (LSJ)

ον, (

   A λωτός 1) producing lotus, λεῖμαξ E.Ph.1571 (anap.).

Greek (Liddell-Scott)

λωτοτρόφος: -ον, (λωτὸς Ι) παράγων λωτόν, λεῖμαξ Εὐρ. Φοίν. 1571.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit des fleurs, fleuri.
Étymologie: λωτός, τρέφω.

Greek Monolingual

λωτοτρόφος, -ον (Α) αυτός που παράγει λωτούς, που είναι εύφορος σε λωτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + -τρόφος (< τρέφω)].

Greek Monotonic

λωτοτρόφος: -ον (λωτός I), αυτός που παράγει λωτό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λωτοτρόφος: поросший лотосами, цветущий (λεῖμαξ Eur.).

Middle Liddell

λωτο-τρόφος, ον λωτός I]
producing lotus, Eur.