δουρικλειτός

Revision as of 13:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ον,

   A famed for the spear, Homeric epith. of heroes, Il.5.55, Od.15.52.

German (Pape)

[Seite 663] speerberühmt; Homer Ἀτρείδης δουρικλειτὸς Μενέλαος Iliad. 5, 55. 578 Odyss. 15, 52; vgl. δουρικλυτός.

Greek (Liddell-Scott)

δουρικλειτός: -όν, παφημισμένος διὰ τὸ δόρυ, Ὁμηρ. ἐπίθ, τῶν ἡρώων, Ἰλ. Ε. 55, Ὀδ. Ο. 52· -οὕτω καὶ δουρικλῠτός, όν, Ὅμ., ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 85 γράφεται δουρικλύτοις. ουχὶ -κλυτοῖς· - οὐδὲν θηλ. ἢ οὐδετ. εὑρίσκεται. - Πρβλ. Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λ. τηλεκλειτός.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
fameux par sa lance, càd dans les combats.
Étymologie: δόρυ, κλειτός.

English (Autenrieth)

and δουρι-κλυτός: renowned in the use of the spear.

Spanish (DGE)

(δουρῐκλειτός) -όν

• Alolema(s): δορι- Epic.Alex.Adesp.SHell.922.9

• Morfología: [gen. -οιο Epic.Alex.Adesp.l.c.]
famoso por su lanza epít. de héroes Μενέλαος Il.5.55, Od.15.52, 17.116, Hes.Fr.175.1, Διομήδης Il.11.333, Λάαγος Epic.Alex.Adesp.l.c.

Greek Monolingual

δουρικλειτός και δουρικλυτός, -ή, -όν (Α)
περίφημος, ονομαστός στο δόρυ, ικανός πολεμιστής.

Greek Monotonic

δουρικλειτός: και δουρι-κλῠτός, -όν, φημισμένος για τη χρήση του δόρατος, ξακουστός, περίφημος πολεμιστής, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

δουρικλειτός: adj. m знаменитый (своим) копьем, т. е. покрытый воинской славой Hom.

Middle Liddell

adj adj
famed for the spear, Hom.