ἀμφινεύω
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
A nod this way and that, AP9.709 (Phil.).
French (Bailly abrégé)
hocher la tête de ci de là.
Étymologie: ἀμφί, νεύω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [perf. ἀμφινένευκεν AP 9.709 (Phil.)]
discurrir por uno y otro ladodel Eurotas πᾶσι γὰρ ἐν κώλοις ὑδατούμενος ἀμφινένευκεν AP 9.709 (Phil.).
Greek Monotonic
ἀμφινεύω: μέλ. -σω, κάνω νεύμα με αυτό τον τρόπο ή τον άλλο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφινεύω: качаться, раскачиваться Anth.
Middle Liddell
to nod this way and that way, Anth.