ἀποβλητέος

From LSJ
Revision as of 20:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβλητέος Medium diacritics: ἀποβλητέος Low diacritics: αποβλητέος Capitals: ΑΠΟΒΛΗΤΕΟΣ
Transliteration A: apoblētéos Transliteration B: apoblēteos Transliteration C: apovliteos Beta Code: a)poblhte/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be thrown away, rejected, Pl.R.387b, Luc.Herm.18.    II ἀποβλητέον one must reject, A.D.Conj.226.10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβλητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀποβάλλω, ὃν πρέπει τις νὰ ἀποβάλῃ, ν’ ἀπορρίψη, Πλάτ. Πολ. 387Β, Λουκ. Ἑρμότ. 18.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ἀποβάλλω.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 rechazable ὀνόματα ... τὰ δεινὰ καὶ φοβερὰ ἀποβλητέα Pl.R.387b, ὃς δ' ἂν ... μηδὲ σκυθρωπὸς ἡ ... ἀποβλητέος; Luc.Herm.18.
2 ἀποβλητέον hay que rechazar una palabra, A.D.Coni.226.10, οὐδὲ ἐκεῖνον ἀ. τὸν λόγον, ὅς ... φησι Plot.3.2.13.

Greek Monotonic

ἀποβλητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του ἀποβάλλω, αυτός τον οποίο πρέπει κάποιος να απορρίψει, να πετάξει, σε Πλάτ.

Middle Liddell

verb. adj. of ἀποβάλλω.]
to be thrown away, rejected, Plat.