ἀπορράπτω

From LSJ
Revision as of 20:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

μέγα βιβλίον ἴσον τῷ μεγάλῳ κακῷ → a big book is the same as a big bad | a big book is the same as a big pain | a big book is a big evil | big book, big bad

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπορράπτω Medium diacritics: ἀπορράπτω Low diacritics: απορράπτω Capitals: ΑΠΟΡΡΑΠΤΩ
Transliteration A: aporráptō Transliteration B: aporraptō Transliteration C: aporrapto Beta Code: a)porra/ptw

English (LSJ)

   A sew up again, τοῦ λαγοῦ τὴν γαστέρα Hdt.1.123: metaph., τὸ στόμα τινός Aeschin.2.21, cf. Ph.1.476; γεράνων ὄμματα Plu.2.997a:—Pass., τὰ ἀπερραμμένα Gal.18(2).671.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορράπτω: μέλλ. -ψω, ῥάπτω πάλιν, λαγὸν μηχανησάμενος καὶ ἀνασχίσας τούτου τὴν γαστέρα, ὡς δὲ εἶχε, οὕτω ἐσέθηκε βιβλίον... ἀπορράψας δὲ τοῦ λαγοῦ τὴν γαστέρα κτλ. Ἡρόδ. 1. 123· ῥάπτω τι, γεράνων ὄμματα καὶ κύκνων ἀπορράψαντες καὶ ἀποκλείσαντες ἐν σκότει πιαίνουσιν Πλουτ. Ἠθ. 997A: μεταφ., κλείω, τὸ στόμα τινὸς Αἰσχίν. 31. 5, πρβλ. Φίλωνα 1. 476.

French (Bailly abrégé)

recoudre ; fig. ἀ. τινὸς στόμα ESCHN fermer la bouche à qqn.
Étymologie: ἀπό, ῥάπτω.

Spanish (DGE)

coser de nuevo, suturar τοῦ λαγοῦ τὴν γαστέρα Hdt.1.123, τὰ ἀπερραμμένα Gal.18(2).671, γεράνων ὄμματα Plu.2.997a
fig. τὸ Φιλίππου στόμα Aeschin.2.21, cf. Ph.1.476.

Greek Monolingual

ἀπορράπτω (Α)
1. ράβω ξανά
2. ράβω
3. φρ. «ἀπορράπτω στόμα» — κλείνω, βουλλώνω
4. «ἀπορράπτει τὸ βαλάντιον» — φυλάει καλά το χρήμα του, είναι σπαγγοραμμένος.

Greek Monotonic

ἀπορράπτω: μέλ. -ψω, ξαναράβω, ράβω εκ νέου, σε Ηρόδ., Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ἀπορράπτω: 1) (вновь) зашивать (τι Her., Plut.);
2) перен. затыкать (στόμα τινός Aeschin.).

Middle Liddell

to sew up again, Hdt., Aeschin.