δρομεύς

Revision as of 21:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A runner, E.El.824, Ar. V.1206, Pl.Lg.822b, LXXJb.9.25, BGU141ii11 (iii A. D.), etc.: pl., δρομῆς Eup.94, Pl.R.613b; later dat. δρομέσι Call.Fr.555.    2 in Crete, = ἔφηβος, Leg.Gort.1.40; cf. δρόμος 11.3.    3 race-horse (?), PMag.Lond.121.390.

German (Pape)

[Seite 667] ὁ, der Läufer; Eur. El. 824; Plat. Legg. VII, 822 b u. Folgde. Die Form δρομέσι führt B. A. 1165 aus Callim. an.

Greek (Liddell-Scott)

δρομεύς: έως, ὁ, ὁ ἔργον ἔχων τὸ τρέχειν, Εὐρ. Ἑλ. 824, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1206, Πλάτ. Νόμ. 822Β· πληθ. δρομῆς, Εὔπολ. Δημ. 6· Ἐπ. δοτ. δρομέσι, Καλλ. Ἀποσπ. 498. 4.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
coureur.
Étymologie: δραμεῖν.

Greek Monotonic

δρομεύς: -έως, ὁ (δραμεῖν), αυτός που τρέχει, δρομέας, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

δρομεύς: έως ὁ бегун, скороход Eur., Arph., Plat., Plut.

Middle Liddell

δρομεύς, έως, n δραμεῖν
a runner, Eur., Ar.