ἐκπρορέω

Revision as of 21:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

   A flow forth from, c.gen., Orph.L.203,AP9.669 (Marian.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπρορέω: ἐκρέω ἔκ τινος μέρους, Ἀνθ. Π. 9. 669, Ὀρφ. Λιθ. 201.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
couler en avant hors de, gén..
Étymologie: ἐκ, προρέω.

Spanish (DGE)

fluir, manar τρίψαντι γάλακτος ἐκπρορέει ... πανείκελος ἔνδοθεν ἰχώρ Orph.L.203, cf. Gr.Naz.M.37.1317A, c. gen. ὕδωρ ... πολυκρούνων ἐκπρορέει στομάτων AP 9.669 (Marian.), en sent. fig. ISide 253.3 (I a./d.C.).

Greek Monolingual

ἐκπρορέω (Α)
(για πηγή) αναβλύζω από το εσωτερικό.

Greek Monotonic

ἐκπρορέω: μέλ. -ρεύσομαι, απορρέω, πηγάζω, αναβλύζω, ξεχύνομαι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπρορέω: поэт. = *ἐκπρορρέω.

Middle Liddell

fut. -ρεύσομαι
to flow forth from, Anth.