ἐπικαινόω
From LSJ
Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.
English (LSJ)
A introduce innovations into, μὴ 'πικαινούντων νόμους A.Eu.693 (Steph. for μὴ 'πικαινόντων).
German (Pape)
[Seite 944] Neuerungen vornehmen, νόμους, ändern, Aesch. Eum. 663, emend.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
renouveler, introduire des innovations dans, acc..
Étymologie: ἐπί, καινόω.
Greek Monotonic
ἐπικαινόω: μέλ. -ώσω, εισάγω καινοτομίες στους νόμους, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικαινόω: обновлять, делать новым: ἐ. νόμους Aesch. менять законы.