θρασυπτόλεμος

From LSJ
Revision as of 23:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρᾰσυπτόλεμος Medium diacritics: θρασυπτόλεμος Low diacritics: θρασυπτόλεμος Capitals: ΘΡΑΣΥΠΤΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: thrasyptólemos Transliteration B: thrasyptolemos Transliteration C: thrasyptolemos Beta Code: qrasupto/lemos

English (LSJ)

ον,

   A bold in war, IG9(1).871 (Corc.).

German (Pape)

[Seite 1216] kriegskühn, Ep. ad. 728 (App. 201).

Greek (Liddell-Scott)

θρασυπτόλεμος: -ον, τολμηρὸς ἐν πολέμῳ, Ἀνθ. Παλατ. παράρτ. 201.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
intrépide à la guerre.
Étymologie: θρασύς, πτόλεμος.

Greek Monolingual

θρασυπτόλεμος, -ον (Α)
τολμηρός στον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -πτόλεμος (< πτόλεμος), πρβλ. φιλο-πτόλεμος, φυγο-πτόλεμος.

Greek Monotonic

θρασυπτόλεμος: -ον, γενναίος στον πόλεμο, σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

θρασυ-πτόλεμος, ον
bold in war, Anth.