ἰκτῖνος
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
German (Pape)
[Seite 1250] ὁ, der Weihe, Hühnergeier; Soph. frg. 113. 890; Ar. Av. 501; Her. 2, 22; τὰ τῶν ἱεράκων καὶ ἰκτίνων γένη Plat. Phaed. 82 a; Arist. u. Folgde. – Auch eine Wolfsart, Opp. C. 3,
Greek (Liddell-Scott)
ἰκτῖνος: (οὐχὶ ἴκτινος, Ἡρῳδιαν. παρ’ Εὐστ. 1825. 12), ὁ, εἶδος ἁρπακτικοῦ πτηνοῦ, εἶδος ἱέρακος, ἐκ τῶν γαμψωνύχων καὶ ἁρπακτικῶν, κοινῶς «περδικογέρακο», Σιμων. Ἰαμβ. 11, Ἡρόδ. 2. 22, Σοφ. Ἀποσπ. 113, 890, Ἀριστοφ. Ὄρν. 502, κ. ἀλλ., Πλάτ. Φαίδ. 82Α· ἰκτίνου ἀγχιστρόφου ἦθος Θέογν. 1261· φεύγεις ἰκτίνου σχέτλιον ἦθος ἔχων ὁ αὐτ. 1302· ἐν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 525, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 69 ἔχομεν ἑνικ. αἰτ. ἴκτῑνα· («ἰκτῖνα σημαίνει τὴν λεγομένην λούπην..., Πλάτων δὲ προπαροξυτόνως λέγει, ὡς παρὰ Ἀριστοφάνει, «ἴκτινα παντόφθαλμον ἅρπαγα τρέφει, οὐ γάρ ἐστιν ἀπὸ τῆς ἰκτίν εὐθείας ἀλλ’ ἐκ τοῦ ἴκτινος, ἧς ἡ γενικὴ ἰκτίνου, ἡ αἰτιατικὴ ἴκτινον καὶ κατὰ μεταπλασμὸν ἴκτινα» Ἐτυμ. Μ. 470. 34, Χοιροβ. τ. 1. σ. 278. 22): ὀνομαστ. πληθ. ἰκτῖνες, Παυσ. 5. 14, 1· δοτ. ἰκτῖσι, Κτησ. παρὰ Φωτ. ἐν Βιβλ. 46. 18· ἀλλ’ οὐδαμοῦ εὕρηται ὀνομαστ. ἴκτιν, ῑνος. ΙΙ. εἶδος λύκου, Ὀππ. Κυν. 3. 331.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
milan, oiseau.
Étymologie: DELG rapport poss. avec ἴκτερος.
Greek Monolingual
ὁ (Α ἰκτῑνος και ἴκτινος)
ζωολ. γενική λόγια ονομασία ιερακόμορφων αρπακτικών πτηνών της οικογένειας accipitridae
αρχ.
είδος λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ίκτερος, αντιστοιχεί ακριβώς προς το αρμ. cin, με την ίδια σημ., και εμφανίζει επίθημα -ινο- κατά το ἐχ-ῖνος. Μαρτυρείται και μτγν. τ. ἰκτίν(-ίς), γεν. -ῖνος].
Greek Monotonic
ἰκτῖνος: ὁ, είδος αρπακτικού πτηνού, «περδικογέρακο», σε Ηρόδ., Αριστοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἰκτῖνος: ὁ коршун (Milvus regalis) Her., Soph., Arph., Plat., Arst.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: kite (IA).
Other forms: secondary (?) ἰκτίν (-ίς), -ῖνος (Com., Paus., cf. Thompson Birds s. v.; after δελφίς)
Origin: IE [Indo-European] [417?] *tḱiH-in- kite
Etymology: Formation like ἐχῖνος a. o. (Schwyzer 491, Chantr. Form. 204), but prob. inharited and identical with Arm. c'in id. (cf. Schwyzer 413 and 325; also Deroy Ant. Class. 23, 305ff.). Skt. śyená- m. eagle, falcon, Av. saēna- name of a big bird of prey seem rather deviant; suggestions in Merlingen Μνήμης χάριν 2, 53f. Cf. Beekes in Kortlandt Armeniaca 2003, 200 (*tḱiH-in-) - S. also zu ἴκτερος.