σκοτόμαινα
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ἡ,= σκοτομήνη, AP13.12 (Hegesipp.): metaph., Aristid.Or.22(19).11: Att. acc. to Hsch.
German (Pape)
[Seite 905] ἡ, att. = σκοτομήνη, Hegesipp. 6 (XIII, 12); Lob. Phryn. p. 499.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτόμαινα: ἡ, = σκοτομήνη, Ἀνθ. Π. 13. 12, Χρησμ. Σιβ. 5. 479· καθόλου, σκότος, Γρηγ. Ναζ.· - πρβλ. Φρύνιχ. 499· «βαθεῖα νὺξ» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. σκοτομήνη.
Greek Monotonic
σκοτόμαινα: ἡ, = σκοτομήνη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
σκοτόμαινα: ἡ безлунная, т. е. темная ночь Anth.
Middle Liddell
σκοτόμαινα, ἡ, = σκοτομήνη, Anth.]