συλλήγω

From LSJ
Revision as of 01:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλος → nature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλήγω Medium diacritics: συλλήγω Low diacritics: συλλήγω Capitals: ΣΥΛΛΗΓΩ
Transliteration A: syllḗgō Transliteration B: syllēgō Transliteration C: sylligo Beta Code: sullh/gw

English (LSJ)

   A come to an end together, σ. ὁλκάδι καιομένῃ AP7.585 (Jul.), cf. Chor.23.9 F.-R.    II have the same termination, A.D. Synt.168.13.

German (Pape)

[Seite 975] zugleich beruhigen oder aufhören lassen; auch intrans., zugleich aufhören, συλλήξας ὁλκάδι Iul. Aeg. 46 (VII, 585).

Greek (Liddell-Scott)

συλλήγω: λήγω, τελευτῶ ὁμοῦ, συντελευτῶ, συγκαταστρέφομαι, εὖ τε τελευτὴν εὕρετο συλλήξας ὁλκάδι καιομένῃ Ἀνθ. Παλατ. 7. 585. ΙΙ. λήγω κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, συνάρξασθαι καὶ συλλῆξαι Ἀπολλ. π. Συντ. 168. 13.

French (Bailly abrégé)

1 finir, càd périr avec, τινι;
2 t. de gramm. se terminer de la même façon, avoir la même désinence.
Étymologie: σύν, λήγω.

Greek Monolingual

Α
1. τελειώνω ταυτόχρονα, πεθαίνω ενώ συμβαίνει κάτι
2. γραμμ. έχω την ίδια κατάληξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + λήγω «τελειώνω»].

Greek Monotonic

συλλήγω: μέλ. -ξω, λήγω, φθάνω στο τέλος από κοινού με κάποιον, τελειώνω μαζί, με δοτ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

συλλήγω: вместе кончаться, вместе погибать: συλλήξας ὁλκάδι Anth. погибший вместе с кораблем.

Middle Liddell

fut. ξω
to finish together with, c. dat., Anth.