συκομορέα

Revision as of 01:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

or σῡκομορ-αία, ἡ,= συκόμορος, Ev.Luc.19.4.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκομορέα: ἢ -αία, ἡ, = συκόμορος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιθ΄, 4. ― Ὁ Κόντος ὅμως (Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 573-4) ψέγει τὸν τύπον συκομοραία ὡς πλημμελῆ.

English (Thayer)

(Lachmann συκομωρεα ( st bez συκομωραία, cf. Tdf. s note on Luke as below; WH's Appendix, pp. I52,151)), συκομορεας, ἡ (from σῦκον and μορεα the mulberry tree), equivalent to συκάμινος (but see the word, and references), a sycomore-tree: Geoponica 10,3,7.)

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. συκομουριά.

Greek Monotonic

σῡκομορέα: ή -αία, ἡ, = συκόμορος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

σῡκομορέα: v. l. σῡκομωρέα ἡ NT = συκάμινος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συκομορέα -ας, ἡ [σῦκον, μόρον] sycomoor, wilde vijgenboom.

Middle Liddell

σῡκομορέα, ορ -αία, ἡ, = συκόμορος, NTest.]