συνδιαλλάσσω

From LSJ
Revision as of 01:26, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαλλάσσω Medium diacritics: συνδιαλλάσσω Low diacritics: συνδιαλλάσσω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΣΣΩ
Transliteration A: syndiallássō Transliteration B: syndiallassō Transliteration C: syndiallasso Beta Code: sundialla/ssw

English (LSJ)

Att. συνδιαλλάττω,

   A help in reconciling, ἵνα συνδιαλλάττωσιν αὐτῷ τοὺς Ἁλεῖς πρὸς τοὺς Φαρσαλίους D.19.36, cf. Plu.Lys.8, etc.:— fut. Pass. συνδιαλλαχθήσομαι Men.Pk.428.    II alter together, A.D.Adv.162.1 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1007] mit od. zugleich versöhnen, aussöhnen, τινὰ πρός τινα, Dem. 19, 36 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαλλάσσω: Ἀττικ. -ττω, διαλλάττω τινὰ μετ’ ἄλλου, συμφιλιώνω, ἵνα συ διαλλάττωσιν αὐτῷ τοὺς Ἀλέας πρὸς τοὺς Φαρσαλίους Δημ. 352. 17, πρβλ. Πλουτ. Λύσανδρ. 8, κτλ. ΙΙ. μεταβάλλω ὁμοῦ, Ἀπολλ. ἐν τοῖς Α. Β. 372.

French (Bailly abrégé)

aider à réconcilier : τινί τινα qqn avec qqn.
Étymologie: σύν, διαλλάσσω.

Greek Monolingual

ΝΑ, και αττ. τ. συνδιαλλάττω Α
συμβιβάζω δύο αντιμαχόμενες πλευρές, συμφιλιώνω
αρχ.
παθ. συνδιαλλάσσομαι
αλλάζω μαζί η ταυτόχρονα με κάποιον ή κάτι άλλο («τὸ διηλλαγμένον τοῡ ἐπιρρήματος συνδιηλλάγθαι τῷ πρωτοτυπῳ», Απολλ. Δύσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαλλάσσω «συμφιλιώνω, αλλάζω, μεταβάλλω»].

Greek Monotonic

συνδιαλλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, συμβάλλω στη συμφιλίωση, συμφιλιώνω από κοινού, μονοιάζω, τινὰ πρός τινα, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

συνδιαλλάσσω: атт. συνδιαλλάττω вместе примирять, помогать примирению Plut.: σ. τινί τινα πρός τινα Dem. помогать кому-л. примирить кого-л. с кем-л.

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
to help in reconciling, τινὰ πρός τινα Dem.